- αναφιλητό
- [анафилито] ουσ. о. всхлипывание.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αναφιλητό — το κλάμα με συνεχείς λυγμούς: Δεν μπορούσαν να σταματήσουν το αναφιλητό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφιλητό — το (κ. αναφιλυτό) λυγμός, συνεχείς λυγμοί, σιγανός θρήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. αναφλύω «ανακοχλάζω», με ανάπτυξη ενός ενδοσυμφωνικού ι ] … Dictionary of Greek
λυγμός — ο σπασμός του στήθους από το κλάμα, το αναφιλητό: Ακούγοντας την απόφαση του δικαστηρίου ξέσπασε σε λυγμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακλαίω — παράκλαψα, παρακλαύτηκα, παρακλαμένος, κλαίω υπερβολικά. Ο αόρ. παρακλαύτηκα σημαίνει παραπονέθηκα, διηγήθηκα τα βάσανά μου ζητώντας κάτι: Παράκλαψε το παιδί και στον ύπνο του ακόμη έχει αναφιλητό. – Παρακλαύτηκε στο νομάρχη και της χάρισαν το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)